αθώρητος

αθώρητος
-η, -ο
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον δει, αθέατος: Τον τελευταίο καιρό μάς έγινες αθώρητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος …   Dictionary of Greek

  • άθωρος — η, ο [θωρώ] ο αθώρητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”